- στοιβάζω
- ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή]1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ)2. τοποθετώ πράγματα κατά στοιβάδες μέσα σε στενό και περιορισμένο χώρο συμπιέζοντάς τα ώστε να χωρέσουν, στρυμώχνω (α. «στοίβαξα τα ρούχα μέσα στον σάκο» β. «τούς στοίβαξαν στα φορτηγά βαγόνια σαν τα βόδια» γ. «σὺ δὲ παραλαμβάνων [τοὺς νεκροὺς] στοίβαζε και συντίθει» Λουκιαν.)νεοελλ.(το μέσ. και παθ.) στοιβάζομαια) συνωστίζομαι («ἡρθαν στοιβαγμένοι με το λεωφορείο»)β) συσσωρεύομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι («στοιβάζονταν τα σύννεφα συνεχώς»)μσν.1. μτφ. (στον λόγο) επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα και παραφορτώνω («στοιβάσας συνεχεῑς τέσσαρας ἐπαναφοράς», Ευστ.)2. παθ. (για νου, για διάνοια, για σκέψη) είμαι παραφορτωμένος, είμαι βεβαρημένος, πάσχω («δόγμασι βάρος ἔχουσιν ἐστοιβαγμένης τῆς διανοίας», Συνέσ.).
Dictionary of Greek. 2013.